- αριηλ
- N 0-1-3-0-0=4 1 Chr 11,22; Ez 43,15(bis).16= אריאל Ariel (toponym, a part of Jerusalem?)
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
Αριήλ ή Αριέλ — Εβραϊκή λέξη που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως όνομα αντρών και ως συμβολική ποιητική ονομασία της Ιερουσαλήμ. Μεταφορικά σημαίνει και τον άγγελο. Οι κυριότερες σημασίες της λέξης είναι λιοντάρι του Θεού, μυστικό όνομα του θυσιαστηρίου,… … Dictionary of Greek